-
1 τέχνη
τέχνη (mit τεύχω zusammenhangend, wie mit τίκτω, τεκεῖν), ἡ, 1) Kunst, Handwerk; bei Hom. bes. von der Kunst des Metallarbeiters, ὅπλ' ἐν χερσὶν ἔχων χαλκήϊα, πείρατα τέχνης, Od. 3, 433. 6, 234. 11, 614. 23, 161; von der Schiffsbaukunst, ὅς ῥά τε τέχνῃ νήϊον ἐκτάμνῃσιν, Il. 3, 61; πολλὰς ἐκμαϑήσονται τέχνας, Aesch. Prom. 254; πᾶσαι τέχναι βροτοῖσιν ἐκ Προμηϑέως, 504, u. öfter; ὁ μάντις οὗτος ἦν ἐν τῇ τέχνῃ, Soph. O. R. 562, vgl. 357; γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας, Ai. 350, u. öfter; τέχνη μαντική, Eur. Phoen. 779; τῆς τέχνης ἐμπειρος, Ar. Ran. 810; οὐκ ἐπὶ τέχνῃ ἔμαϑες, nicht um ein Gewerbe damit zu treiben, Plat. Prot. 312 b; vgl. Xen. τῶν τὰς τέχνας ἐχόντων καὶ ἐργασίας ἕνεκα χρωμένων, Mem. 3, 10, 1; von der Kochkunst, 3, 14, 5; οἳ τέχνην τὸ πρᾶγμα πεποιημένοι, die daraus ein Handwerk machen, Dem. 37, 53; von der Heilkunst, Her. 3, 130, wie Arist. de sens. 1; vom Gewerbe des Kornhändlers, Handelszweig, Lys. 22, 16; ὅσοι τέχνας ἔχουσιν, 24, 19, von Gewerben, wie sie im μυροπωλεῖον, κουρεῖον, σκυτοτομεῖον betrieben werden, wie Lys. selbst hinzusetzt. – Uebh. Kunstfertigkeit, ὤπασε πᾶσαν τέχναν,· Pind. Ol. 7, 50, u. sonst; und das durch Kunst Bereitete, das Kunstwerk, κρατῆρές εἰσιν ἀνδρὸς εὐχειρος τέχνη, Soph. O. C. 473; auch die freie, schöne Kunst, die Wissenschaft, bes. die wissenschaftliche Bearbeitung der Redekunst, auch wohl die Grammatik und die Theorie der Dichtkunst, ὡς ἐκ τέχνης ἱκανὸς ποιητὴς ἐσόμενος, Plat. Phaedr. 245 a, vgl. Ion 533 e; ῥητορική, 270 b; ἡ περὶ τοὺς λόγους τέχνη, Phaed. 90 b; ἢ φύσει ἢ τέχνῃ, Rep. II, 381 b; vgl. nach τὰς Ὀδυσσέως καὶ Νέστορος τέχνας περὶ λόγων, Phaedr. 261 b. – 2) Kunstgriff, List, Betrug; δολἰη τέχνη, Od. 4, 455. 529; Hes. Th. 160. 540; αἱ τέχναι, das schlau, listig Ersonnene, Od. 8, 327. 332; listige Anschläge, Hes. Th. 496. 929; τέχνην κακὴν ἔχει, er hat boshafte Tücken, Arglist, vom Kerberos, 770; ἀνδρῶν χειρόνων τέχνα καταμάρψαισ' ἔσφαλε κρέσσονα, Pind. I. 3, 53; δολίαις τέχναισι χρησάμενος, N. 4, 58; παντοίᾳ τέχνῃ εἶρξαι Αἴανϑ' ὑπὸ σκηναῖσι, Soph. Ai. 739; οὐδὲν ἐκ τέχνης πράσσειν κακῆς, Phil. 88; Μοίρας δολίῳ σφήλαντι τέχνῃ, Eur. Alc. 35; δειναὶ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας, I. T. 1032; Hel. 1637; Plat. Legg. XI, 936 d. – Dah. πάσῃ τέχνῃ, auf jede Weise, Ar. Th. 65 Eccl. 366; übh. Art und Weise, Mittel Etwas durchzusetzen; μηδεμιῇ τέχνῃ, auf keine Weise, durchaus nicht, Her. 1, 112; ἰϑείῃ τέχνῃ, offenbarer Weise, 9, 57; πάσῃ τέχνῃ καὶ μηχανῇ, Xen. An. 4, 5, 16; οὐ παραβήσομαι τέχνῃ οὐδὲ μηχανῇ οὐδεμιᾷ, Thuc. 5, 47.
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
έντεχνος — η, ο (AM ἔντεχνος, ον) 1. αυτός που γίνεται ή έχει γίνει με τέχνη και επιδεξιότητα (σε αντίθεση προς τον άτεχνο ή τον κακότεχνο) 2. εκείνος που βρίσκεται μέσα στα όρια τής τέχνης, που πληρεί τις απαιτήσεις τής τέχνης μσν. νεοελλ. προσχεδιασμένος … Dictionary of Greek
σοφιστής — ο, ΝΑ, θηλ. σοφίστρια Α 1. (στην κλασ. αρχαιότητα) δάσκαλος με ευρεία παιδεία που συνήθως περιόδευε στον ελληνόφωνο κόσμο προσφέροντας τις γνώσεις του και διδάσκοντας έναντι αμοιβής ανώτερα μαθήματα γραμματικής, φυσικών επιστημών, ποίησης,… … Dictionary of Greek
τεχνίτης — ο, ΝΜΑ, και θηλ. τεχνίτρα και τεχνίτρια Ν, και θηλ. τεχνῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που γνωρίζει και ασκεί μια τέχνη, ιδίως χειρωνακτική, μάστορης 2. αυτός που χρησιμοποιεί τους κανόνες ενός τομέα τής τέχνης για την εκτέλεση ενός έργου (α. «ο άντρας … Dictionary of Greek
εύτεχνος — εὔτεχνος, ον (ΑΜ) (για πράγματα) αυτός που είναι έντεχνα κατασκευασμένος αρχ. (για πρόσ.) έμπειρος στην τέχνη, βαθύς γνώστης τής τέχνης. επίρρ... εὐτέχνως (ΑΜ) επιτήδεια, επιδέξια, με τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό… … Dictionary of Greek
τακτικός — ή, ό / τακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταχτικός, ή, ό, Ν [τάσσω] νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει κατά ορισμένο τρόπο ή σε ορισμένο χρόνο, σε αντιδιαστολή με τον έκτακτο (α. «κάθε απόγευμα κάνει τον τακτικό του περίπατο» β. «τακτική συνέλευση» γ.… … Dictionary of Greek